ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… … Dictionary of Greek
φεγγοβόλος — α, ο / φεγγοβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος]. η, ο, Ν αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βολος (< βόλος … Dictionary of Greek
κορωνοβόλος — κορωνοβόλος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.] … Dictionary of Greek
ηδυβόλος — ἡδυβόλος, ον (Α) αυτός που ρίχνει ευχάριστα βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο βόλος, κεραυνο βόλος] … Dictionary of Greek
κυαμοβόλος — κυαμοβόλος, ον (Α) αυτός που ψηφίζει με κύαμο, που ρίχνει κύαμο στην ψηφοδόχο κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο βόλος, κεραυνο βόλος. Το σύνθ. έχει ενεργ. σημ. ως παροξύτονο] … Dictionary of Greek
λαθροβόλος — λαθροβόλος, ον (Α) αυτός που πλήττει κάποιον λαθραία, κρυφά («ἰξευταί... λαθροβόλῳ δόνακι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος] … Dictionary of Greek
μοσχοβόλος — και μοσκοβόλος, α, ο, θηλ. και μοσκόβολη αυτός που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που μοσχοβολά, που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος, λιθο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Βλαστό] … Dictionary of Greek
χιονόβολος — ον, Α χιονόβλητος*, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] … Dictionary of Greek
αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι … Dictionary of Greek
κοντοβολώ — κοντοβολῶ, έω (Α) πλήττω με το κοντάρι, με το δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βολώ, λιθο βολώ] … Dictionary of Greek