κεραυνο-βόλος

κεραυνο-βόλος

κεραυνο-βόλος, den Blitz schleudernd, Luc. Philopatr. 24; πῠρ, der Blitz, Mel. 13. 34 (XII, 63. 141); – κεραυνό-βολος, vom Blitz getroffen, δένδρον D. Sic. 1, 13. 17, 75. So muß auch Eur. Bacch. 598 accentuirt werden, wenn es auf die Semele gehen soll, wie Herm. mit Elmsl. will.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευθύβολος — η, ο και ευθυβόλος, ο (ΑΜ εὐθυβόλος και εὐθύβολος, ον) 1. αυτός που χτυπάει κατ ευθείαν, που πετυχαίνει τον στόχο, ο εύστοχος (α. «τὰς εὐθυβόλους ἐλεπόλεις» β. «τόξα εὔστοχα καὶ εὐθυβολώτατα») 2. ο επιτυχής, ο ακριβής («εὐθυβόλους στοχασμούς»,… …   Dictionary of Greek

  • φεγγοβόλος — α, ο / φεγγοβόλος, ον, ΝΜΑ αυτός που φεγγοβολά, που λάμπει, ακτινοβόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος]. η, ο, Ν αυτός που λάμπει από το φως που πέφτει πάνω του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + βολος (< βόλος …   Dictionary of Greek

  • κορωνοβόλος — κορωνοβόλος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ κορωνοβόλον σφεντόνα ή τόξο για κουρούνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος. Η παροξυτονία δίνει στη λ. ενεργ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ηδυβόλος — ἡδυβόλος, ον (Α) αυτός που ρίχνει ευχάριστα βέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο βόλος, κεραυνο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • κυαμοβόλος — κυαμοβόλος, ον (Α) αυτός που ψηφίζει με κύαμο, που ρίχνει κύαμο στην ψηφοδόχο κάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + βόλος (< βάλλω), πρβλ. ακτινο βόλος, κεραυνο βόλος. Το σύνθ. έχει ενεργ. σημ. ως παροξύτονο] …   Dictionary of Greek

  • λαθροβόλος — λαθροβόλος, ον (Α) αυτός που πλήττει κάποιον λαθραία, κρυφά («ἰξευταί... λαθροβόλῳ δόνακι», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, κεραυνο βόλος] …   Dictionary of Greek

  • μοσχοβόλος — και μοσκοβόλος, α, ο, θηλ. και μοσκόβολη αυτός που αναδίδει ευωδιαστή μυρωδιά, που μοσχοβολά, που ευωδιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + βόλος (< βάλλω), πρβλ. κεραυνο βόλος, λιθο βόλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στον Α. Βλαστό] …   Dictionary of Greek

  • χιονόβολος — ον, Α χιονόβλητος*, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • κεραυνόβολος — κεραυνόβολος, ον (Α) αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. αστρό βολος, νιφό βολος. Η προπαροξυτονία δίνει στη λ. παθητική σημασία] …   Dictionary of Greek

  • αστραπόβολο — και βόλι, το και βολος, ο 1. αλλεπάλληλες αστραπές 2. ο κεραυνός 3. αερόλιθος που προέρχεται από κεραυνό σύμφωνα με λαϊκές δοξασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + βόλι < μσν. βόλιον, υποκορ. του αρχ. βόλος < βάλλω. Κατά το αστραπόβολο αστραποβόλι …   Dictionary of Greek

  • κοντοβολώ — κοντοβολῶ, έω (Α) πλήττω με το κοντάρι, με το δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + βολῶ (< βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο βολώ, λιθο βολώ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”