κεραυνο-φόρος

κεραυνο-φόρος

κεραυνο-φόρος, den Donnerkeil tragend; Ἔρως Plut. Alcib. 16; a. Sp.; στρατόπεδον, legio fulminatrix, D. Cass. 55, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κεραυνοφόρος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοφόρος, ον) αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.) μσν. αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραυνοφόρος τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια τής Πιερίας. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”