- κερατῖτις
κερατῖτις, ιδος, μήκων Theophr. u. Diosc., hornförmig, eine Art wilder Mohn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατῖτις, ιδος, μήκων Theophr. u. Diosc., hornförmig, eine Art wilder Mohn.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατῖτις — horned fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατίτις — η (εντομ.) γένος εντόμων τής οικογένειας Trypetidae, τάξη δίπτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. ceratitis < cerat (πρβλ. κέρας, τος) + itis (πρβλ. ῖτις, θηλ. τής ίτης)] … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
κερατοειδίτιδα — και κερατίτιδα, η (Α κερατῑτις, ιδος) νεοελλ. ιατρ. φλεγμονή τού κερατοειδούς χιτώνα τού οφθαλμού αρχ. αυτή που έχει κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + κατάλ. ῖτις, θηλ. τής ίτης. Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. keratitis] … Dictionary of Greek
κερατίτιδος — κερατί̱τιδος , κερατῖτις horned fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)