- κερατίς
κερατίς, ίδος, ἡ, = κερατίνη, D. L. 7, 44. 82, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατίς, ίδος, ἡ, = κερατίνη, D. L. 7, 44. 82, l. d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατίς — κερατίς, ίδος, ἡ (Α) [κέρας] ο κερατίνης* … Dictionary of Greek
κερατίδες — κερατίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek