- κερατο-ειδής
κερατο-ειδής, ές, hornartig; χιτών, Hornhaut, Poll. 2, 70; Medic.; – ἦχος, von den durch die Nase gesprochenen Buchstaben μ u. ν, D. Hal. de C. V. 14; – hornförmig, τὸ κ. τῆς σελήνης Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατο-ειδής, ές, hornartig; χιτών, Hornhaut, Poll. 2, 70; Medic.; – ἦχος, von den durch die Nase gesprochenen Buchstaben μ u. ν, D. Hal. de C. V. 14; – hornförmig, τὸ κ. τῆς σελήνης Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοειδής — θερμοειδής, ές (Α) αυτός που έχει θερμή φύση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο) * + ειδής (< είδος) πρβλ. δυσ ειδής, ευ ειδής, κερατο ειδής] … Dictionary of Greek
κερατοειδής — ές (ΑΜ κερατοειδής, ές) 1. αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που μοιάζει με το κέρατο ως προς το σχήμα («α. κερατοειδεῑς γωνίαι» β. «το κερατοειδὲς τῆς σελήνης») 2. φρ. ανατ. «κερατοειδής χιτώνας» ή «κερατοειδής υμένας» ο εμπρόσθιος εξώτατος… … Dictionary of Greek
κεροειδής — κεροειδής, ές (Α) αυτός που έχει σχήμα κέρατος, αυτός που είναι όμοιος με κέρατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + ειδής (< εἶδος)] … Dictionary of Greek