- κερατο-φυής
κερατο-φυής, ές, Hörner erzeugend, habend; Dionysos, Ath. XI, 476 a; κρόταφοι E. M. 541, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατο-φυής, ές, Hörner erzeugend, habend; Dionysos, Ath. XI, 476 a; κρόταφοι E. M. 541, 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
χονδροφυής — ές, Α αυτός τού οποίου η σύσταση αποτελείται από χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής, ὀδοντο φυής] … Dictionary of Greek
οδοντοφυής — ὀδοντοφυής, ές (Α) (για τους Σπαρτούς, δηλαδή τους Καδμείους) αυτός που γεννήθηκε από δόντι δράκοντα («δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ» Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατο φυής] … Dictionary of Greek
τριχοφυής — ές, ΝΑ 1. αυτός που συντελεί στην έκφυση τριχών 2. το ουδ. ως ουσ. το τριχοφυές το φυτό τριχομανές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + φυής (< φύω / ομαι, μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. κερατο φυής] … Dictionary of Greek
σωματοφυής — ές, Α αυτός που έχει σωματική φύση, υλική υπόσταση. επίρρ... σωματοφυῶς Α σύμφωνα με τη φύση τού σώματος («οὔτε τρεῑς ὑποστάσεις μεμερισμένας καθ ἑαυτάς, ὥσπερ σωματοφυῶς ἐπ ἀνθρώπων ἐστὶ λογίζεσθαι, ἵνα μὴ πολυθεΐαν... φρονήσωμεν», Αθανάσ.).… … Dictionary of Greek
ιουλοφυώ — ἰουλοφυῶ (Μ) ιουλίζω*, χνοάζω*, χνουδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + φυῶ (< φυής < φύος), πρβλ. κερατο φυώ, οδοντο φυώ] … Dictionary of Greek