- κερατιστής
κερατιστής, ὁ, der mit den Hörnern Stoßende, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατιστής, ὁ, der mit den Hörnern Stoßende, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερατιστής — κερατιστής, ὁ (Α) [κερατίζω] αυτός που χτυπά κάποιον με τα κέρατα («ἐὰν δὲ ὁ ταῡρος κερατιστὴς ᾖ», ΠΔ) … Dictionary of Greek
κερατιστής — one that butts masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατισταί — κερατιστής one that butts masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατιστήν — κερατιστής one that butts masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κερατιστάς — κερατιστά̱ς , κερατιστής one that butts masc acc pl κερατιστά̱ς , κερατιστής one that butts masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
бодливыи — (7*) пр. Бодливый: оунець бодливъ бѩше. (κερατιστής) КР 1284, 259г; аще ли оунцѩ прободеть. да продасть бодливагѡ жива. и раздѣлита цѣноу оумершагѡ. аще ли вѣдомо будеть. ˫ако добливъ [вм. бодливъ] и не закла ѥгѡ. и дасть оунець въ оуньцѩ мѣсто.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κορυπτίλος — και κυρίττολος και κορυπτόλης, ὁ (Α) [κορύπτω] (κατά τον Ησύχ.) «κερατιστής», αυτός που χτυπά με τα κέρατα … Dictionary of Greek