κερας-φόρος

κερας-φόρος

κερας-φόρος, Hörner tragend; Ἰώ Eur. Phoen. 255; Plat. Polit. 265 c; Pan, Luc. D. D. 22, 2; Dionysus, Eur. Bacch. 2; von einer Schlange, Nonn. D. 11, 94; ὀχήματα Plut. vit. aer. al. 3; – ἀνήρ, Hahnrei, Eust.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κερασφόρος — ο (ΑΜ κερασφόρος, ον) αυτός που έχει κέρατα (α. «κερασφόρα ζώα» β. «κερασφόροι στόρθυγγες», Σοφ.) νεοελλ. αρχ. απατημένος σύζυγος, κερατάς αρχ. φρ. «τὸ κερασφόρον γένος» τα ζώα που έχουν κέρατα (Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + φορος (< φόρος < …   Dictionary of Greek

  • κερατηφόρος — κερατηφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, κερασφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + συνδετικό φωνήεν η (πρβλ. στεφ η φόρος) + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κερατοφόρος — κερατοφόρος, ον (Α) αυτός που έχει κέρατα, ο κερασφόρος («ἔστι δὲ καὶ τὰ μὲν κερατοφόρα, τὰ δ ἄκερα τῶν ζώων», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας, τος + φόρος (< φόρος < φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • ρυτοφόρος — α, ο, Ν 1. αυτός που κρατά στο χέρι του ρυτόν, το ποτήρι που έμοιαζε με κέρας ή το ποτήρι που είχε σχήμα ζώου ή και προσώπου 2. (το αρσ. ώς ουσ.) ο ρυτοφόρος ονομασία τοιχογραφίας που ανακαλύφθηκε στο ανάκτορο τής Κνωσσού και η οποία παριστάνει… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χαλκίδας — Στο αρχαιολογικό μουσείο της πρωτεύουσας της Εύβοιας εκτίθενται ευρήματα που χρονολογούνται από την παλαιολιθική μέχρι και την ύστερη ρωμαϊκή εποχή και προέρχονται από τις ανασκαφές στην ίδια την πόλη, στη γύρω περιοχή και σε άλλες τοποθεσίες του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”