- κερχνηΐς
κερχνηΐς, ΐδος, ἡ, zsgzgn κερχνῄς, ῇδος, = Vorigem, Ar. Av. 588; κερχνῇδας Eubul. Ath. II, 65 e; Arist. H. A. 2, 12; Ael. H. A. 2, 43 κεγχρηΐς; auch bei Arist. findet sich die v. l. κεγχρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερχνηΐς, ΐδος, ἡ, zsgzgn κερχνῄς, ῇδος, = Vorigem, Ar. Av. 588; κερχνῇδας Eubul. Ath. II, 65 e; Arist. H. A. 2, 12; Ael. H. A. 2, 43 κεγχρηΐς; auch bei Arist. findet sich die v. l. κεγχρίς.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κερχνηίς — ίδος και κερχνής, ήδος και κέρχνη και κεγχρηίς, ίδος και κεγχρίς, ίδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) είδος γερακιού που πήρε την ονομασία του από τη βραχνή φωνή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κερχνηίς < κέρχνος (II) «βραχνάδα» + κατάλ. ηίς, που απαντά και σε… … Dictionary of Greek
κερχνηίς — κέρχνη hawk fem nom sg κέρχνη hawk fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέρχνη — κέρχνη, ἡ (Α) βλ. κερχνηίς … Dictionary of Greek
κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… … Dictionary of Greek
ker-1, kor-, kr- — ker 1, kor , kr English meaning: a kind of sound (hoarse shrieking, etc..), *crane Deutsche Übersetzung: ‘schallnachahmung for heisere, rauhe Töne, solche Tierstimmen and die sie ausstoßenden Tiere” Note: Root ker 1, kor , kr : “a … Proto-Indo-European etymological dictionary