κερ-τόμιος

κερ-τόμιος

κερ-τόμιος, ον, neckend, spottend, = κέρτομος; κερτομίοις ἐπέεσσιν πειρηϑῆναι Od. 24, 239, κερτομίοις ἐπέεσσιν Δία ἐρέϑιζον Il. 5, 419; ohne ἔπος, κερτομίοισι Δία προςηύδα 1, 539, vgl. Od. 20, 177; κερτομίοις γλώσσαις, ὀργαῖς, Soph. Ant. 946. 951.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”