- καύᾱξ
καύᾱξ, ᾱκος, ὁ, ion. καύηξ, ηκος, ein Meervogel, eine Mövenart, vgl. κήξ; Lycophr. 425. 741; καύηξι Leon. Tar. 74 (VII, 652); Euphor. bei E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καύᾱξ, ᾱκος, ὁ, ion. καύηξ, ηκος, ein Meervogel, eine Mövenart, vgl. κήξ; Lycophr. 425. 741; καύηξι Leon. Tar. 74 (VII, 652); Euphor. bei E. M.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καύαξ — καύαξ, ακος, ιων. τ. καύηξ, ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α) είδος θαλάσσιου πτηνού, πιθανώς ο γλάρος («ἄντλῳ δ ἐνθούπησε πεσοῡσ ὡς εἰναλίη κήξ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. θυμίζει το ἱέρ αξ, ενώ το θ. προέρχεται μάλλον από ονοματοποιία και… … Dictionary of Greek
κηξ — (I) κἠξ (Α) (δωρ. κράση) καὶ ἐξ. (II) κήξ, κηκός, ἡ (Α) βλ. καύαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. καύαξ] … Dictionary of Greek