- γνωστικός
γνωστικός, das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Ggstz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωστικός, das Erkennen, Einsehen betreffend; ἡ γνωστική, sc. ἐπιστήμη, im Ggstz der πρακτική, Plat. Polit. 258 e ff; τὸ γνωστικόν 261 b; leicht einsehend, D. L. 1, 114; Plut. – Adv., oft Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
γνωστικός, -ιά — και ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με τη γνώση. 2. συνετός, μυαλωμένος: Είναι γνωστική γυναίκα, δε θα παρατήσει τα παιδιά της. 3. το αρσ. στον πληθ. ως ουσ., γνωστικοί οι οπαδοί του γνωστικισμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γνωστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικός — ή, ό (AM γνωστικός, ή, όν) [γνώστης] 1. αυτός που αναφέρεται στη γνώση 2. το ουδ. ως ουσ. το γνωστικό(ν) η σύνεση, η φρονιμάδα 3. (το αρσ. πληθ.) Γνωστικοί, οι οι οπαδοί τού γνωστικισμού νεοελλ. φρόνιμος, συνετός αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ γνωστική η … Dictionary of Greek
γνωστικά — γνωστικός of neut nom/voc/acc pl γνωστικά̱ , γνωστικός of fem nom/voc/acc dual γνωστικά̱ , γνωστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικώτερον — γνωστικός of adverbial comp γνωστικός of masc acc comp sg γνωστικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικωτάτων — γνωστικός of fem gen superl pl γνωστικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικωτέρων — γνωστικός of fem gen comp pl γνωστικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικῶν — γνωστικός of fem gen pl γνωστικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικόν — γνωστικός of masc acc sg γνωστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικώτατα — γνωστικός of adverbial superl γνωστικός of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γνωστικεύω — [γνωστικός] γίνομαι συνετός, φρόνιμος … Dictionary of Greek