- καχ-έσπερος
καχ-έσπερος, von böser Dunkelheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καχ-έσπερος, von böser Dunkelheit, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καχέσπερος — καχέσπερος, ον (Μ) αυτός που έχει κακή, σκοτεινή εσπέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *) + έσπερος (< ἕσπερος), με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου (πρβλ. ακρ έσπερος, φιλ έσπερος)] … Dictionary of Greek