κατήφεια

κατήφεια

κατήφεια, , ep. u. ion. κατηφείη, das Niederschlagen der Augen, die Beschämung, Demüthigung, Schaam; δυςμενέσιν μὲν χάρμα, κατηφείην δὲ σοὶ αὐτῷ Il. 3, 51; καὶ ὄνειδος 17, 556. 16, 498; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 205. Auch in späterer Prosa, καὶ δυςϑυμία, Niedergeschlagenheit, Plut. Them. 9, καὶ ἄχος Coriol. 20, καὶ σιωπή Public. 6; Philo u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατηφείᾳ — κατηφείᾱͅ , κατήφεια dejection fem dat sg (attic doric aeolic) κατηφείᾱͅ , κατήφεια dejection fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήφεια — dejection fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • κατήφεια — η σκυθρωπότητα, κατσούφιασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηφείας — κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem acc pl κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem gen sg (attic doric aeolic) κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem acc pl (epic ionic) κατηφείᾱς , κατήφεια dejection fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείαις — κατήφεια dejection fem dat pl κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείης — κατήφεια dejection fem gen sg (epic ionic) κατήφεια dejection fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείῃσιν — κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) κατήφεια dejection fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατήφειαι — κατήφεια dejection fem nom/voc pl κατήφεια dejection fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείη — κατήφεια dejection fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφείην — κατήφεια dejection fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”