κατ-έν-ωπα

κατ-έν-ωπα

κατ-έν-ωπα (ἐνωπή), grad ins Angesicht, grad entgegen; κατ. ἰδὼν Δαναῶν Il. 15, 320; Orph.; besser getrennt zu schreiben, κατ' ἐνῶπα, s. Spitzner Il. a. a. O. u. Lob. Paralip. 169.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατωπαδίς — (Μ) επίρρ. ενωπαδίς*, ενώπιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κατ ῶπα (< κατ(α) * + ὦπα αιτ. εν. τού ὤψ) + κατάλ. δί(ω)ς, πρβλ. ἐν ωπα δί(ω)ς] …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

  • κατεντυγχάνω — (AM) υποβάλλω σε έναν ανώτερο ή σε άρχοντα τα παράπονά μου εναντίον κάποιου, κατηγορώ κάποιον, μιλώ εναντίον κάποιου αρχ. ζητώ συνέντευξη με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐν ῶπα «ενώπιον» (< ἐν + ὤψ «όψη»)] …   Dictionary of Greek

  • μέτωπο — (Ανατ.). Το μεταξύ των δύο κροτάφων, του τριχωτού της κεφαλής και των φρυδιών ανώτερο μέρος του προσώπου του ανθρώπου, καθώς και το πάνω εμπρός μέρος της κεφαλής των ζώων. μετωπιαίο οστό. Οστό, στο πρόσθιο μέρος του κρανίου, που σχηματίζει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”