κατά-λεξις

κατά-λεξις

κατά-λεξις, , das Ausheben von Soldaten, App. Hisp. 49.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • λεξικό — Κατάλογος ή συλλογή λέξεων μίας γλώσσας, μίας διαλέκτου ή καθορισμένης ύλης, διατεταγμένων κατά κάποια συγκεκριμένη τάξη –συνήθως αλφαβητική– και με την αντίστοιχη ερμηνεία στην ίδια ή σε μια άλλη γλώσσα. Ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό, τα λ.… …   Dictionary of Greek

  • προφορά — η, ΝΜΑ [προφέρω] ο τρόπος που προφέρει, που εκφωνεί κανείς φθόγγους, λέξεις ή φράσεις, η άρθρωση φθόγγων, λέξεων, φράσεων (α. «έχει ξενική προφορά» β. «φωτὶ γὰρ πρὸς φῶς... οὐδεμία, οὔτε κατὰ τὴν προφοράν, οὔτε κατ αὐτὴν τὴν ἔννoιαν, ἔστι… …   Dictionary of Greek

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • κύριος — α, ο, θηλ. και ία (AM κύριος, ία, ον, θηλ. και ος) 1. αυτός που έχει δύναμη, εξουσία πάνω σε κάποιον, εξουσιαστής, κυρίαρχος (α. «ο στρατός είναι κύριος τής κατάστασης» β. «θανάτου δὲ τὸν βασιλέα τῶν συγγενών μηδενὸς εἶναι κύριον», Πλάτ. γ.… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche …   Deutsch Wikipedia

  • πάροδος — (I) η, ΝΜΑ 1. η αφηρημένη έννοια τού παρέρχομαι, η παρέλευση, το πέρασμα (α. «η πάροδος τού κινδύνου» β. «πάροδος τού χρόνου», Πορφ.) 2. στενή οδός, δίοδος, διάβαση, διέλευση, μονοπάτι (α. «υπάρχει πάροδος ανάμεσα στα δύο βουνά» β. «ἡγούμενοι διά …   Dictionary of Greek

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • Diogenianos Grammatikos — (auch Diogenian, griechisch Διογενειανός, Διογενιανός) war ein antiker griechischer Grammatiker. Er stammte aus Herakleia am Pontus und lebte zur Zeit des römischen Kaisers Hadrian (117–138 n. Chr.). Er verfasste grammatische und… …   Deutsch Wikipedia

  • GESUM — apud Stat. Teb. l. 4. v. 64. pars gesa manu, pars robora flammis Indur ata diu Serv. ad Aen. l. 8. hasta virilis est. Nam et fortes, inquit, viros Galli gesos vocant. Ubi virilis, robusta exponitur Barthio. Ο῾λοϚίδηρον vocat Pollux, ex solido… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • είρω — (I) εἴρω (Α) 1. συναρμολογώ, συναρμόζω 2. παρεμβάλλω, εμπλέκω 3. (για λόγο) συνδέω 4. φρ. «εἰρομένη λέξις» χαλαρό ύφος τού λόγου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστώτα (με επίθημα * ye / yo ) που σχηματίζεται από την απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας *ser… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”