κατά-κομος

κατά-κομος

κατά-κομος, mit lang herabhangendem Haare, dicht behaart; κόρυς Eur. Bacch. 1185; oft bei Sp, πρόςωπον ἐχίδναις κατάκομον Luc. D. D. 19, 1. Bei Poll. 4, 139 ἡ κατ., eine bestimmte Maske der Bühne.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • παράκομος — ον, Α αυτός που έχει μακριά μαλλιά, μακρυμάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κομος (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. κατά κομος] …   Dictionary of Greek

  • loĝ- —     loĝ     English meaning: rod, twig     Deutsche Übersetzung: “Rute, Gerte”?     Material: Gk. ὀ λόγινον ὀζῶδες, συμπεφυκός Hes., κατά λογον τ(ην) μύρτον Hes. (probably as “densis hastilibus horrida myrtus” Verg. Aen. III 23, formation gleich …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι …   Dictionary of Greek

  • τριχοκόμος — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῶν τριχῶν ἐπιμελούμενος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • φιλόκομος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που αγαπά και περιποιείται πολύ τα μαλλιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κομος (< κόμη), πρβλ. ἀκρό κομος] …   Dictionary of Greek

  • ωραιοκόμος — ον, Α (κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • κομμός — Βλ. λ. κομό. * * * (I) ο (AM κομμός) θρηνητικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας μσν. 1. κόψιμο 2. σφαγή αρχ. χτύπημα, ιδίως τού κεφαλιού και τού στήθους σε θρηνολογία 2. (κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κομμοί οι γομφίοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κοπ τού κόπτω + …   Dictionary of Greek

  • σμηνοκόμος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) μελισσουργός, μελισσοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + κόμος*] …   Dictionary of Greek

  • τρελοκομείο — και παλ. τ. τρελλοκομείο, το, Ν 1. (παλαιότερα) ίδρυμα για την περίθαλψη τρελών, τρελάδικο 2. (για πρόσ.) α) τρελός β) ανόητος, απερίσκεπτος άνθρωπος 3. χώρος στον οποίο επικρατεί ακαταστασία και ασυνεννοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρελός + κομείο (<… …   Dictionary of Greek

  • φρενοκομείο — το, Ν 1. (παλ. όρος) ψυχιατρείο 2. φρ. «είναι για το φρενοκομείο» πάσχει διανοητικά, δεν είναι στα καλά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + κομείο (< κομος < κομώ «φροντίζω») κατά το νοσοκομείο. Η λ., στον λόγιο τ. φρενοκομεῖον, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • φυτοκόμος — ο / φυτοκόμος, ΝΜΑ, και φυτηκόμος, ον, ΜΑ νεοελλ. ειδικός που ασχολείται με την επιστημονική καλλιέργεια τών φυτών, γεωπόνος μσν. αρχ. 1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως αμπέλια 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοκόμος κηπουρός. αρχ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”