κατά-κοιτος

κατά-κοιτος

κατά-κοιτος, im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαθραιόκοιτος — λαθραιόκοιτος, ὁ (Α) μοιχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθραῖος + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. αγλαό κοιτος, κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • παράκοιτος — ὁ, ΜΑ μσν. φύλακας τού κοιτώνα, τού θαλάμου αρχ. αυτός που κοιμάται μαζί με κάποιον, σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κοιτος (< κοίτη), πρβλ. κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • πρόκοιτος — ον, Α 1. φρουρός που φυλάει μπροστά από μια θέση και κυρίως αυτός που ανήκει στην προφυλακή 2. θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοιτος (< κοίτη «κρεβάτι, φωλιά»), πρβλ. κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • πρόσκοιτος — ον, Α αυτός που χρησιμεύει για τον ύπνο («πρόσκοιτον ἱμάτιον» το νυχτικό ένδυμα, Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κοιτος (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. κατά κοιτος] …   Dictionary of Greek

  • σύγκοιτος — ον, και ανώμαλος τ. θηλ. σύγκοιτις, ιδος, και ως ουσ. σύγκοιτος, ό, και ἡ, Α 1. αυτός που κοιμάται μαζί με άλλον στο ίδιο κρεβάτι, σύνευνος 2. (το ουδ.) σύγκοιτον αυτό που ανήκει ή αναφέρεται ή και αρμόζει στη σαρκική μίξη («σύγκοιτα δὲ φίλτρα… …   Dictionary of Greek

  • ημερόκοιτος — ἡμερόκοιτος, δωρ. τ. ἁμερόκοιτος, ον (Α) (για κλέφτες ή για νυχτερίδες) αυτός που κοιμάται την ημέρα για να μπορεί να κλέβει κατά τη νύχτα («μή ποτε σ ἡμερόκοιτος ἀνήρ ἀπὸ χρήμαθ ἕληται», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κοιτος (< κοίτη),… …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • κείμαι — (ΑΜ κεῑμαι) 1. είμαι τοποθετημένος κάπου, βρίσκομαι κάπου, έχω θέση, εδρεύω, απαντώ 2. είμαι ξαπλωμένος στο έδαφος 3. κατάκειμαι, απόκειμαι, είμαι θαμμένος, βρίσκομαι νεκρός, κείτομαι («ενθάδε κείται») 4. (για νόμους) ισχύω, έχω κύρος, έχω τεθεί …   Dictionary of Greek

  • φοιτώ — φοιτῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. συχνάζω 2. πηγαίνω σε σχολείο, παρακολουθώ μαθήματα (α. «φοίτησε σε μια από τις καλύτερες σχολές χορού» β. «φοιτᾶν... παρὰ τὸν Σωκράτην», Πλάτ.) νεοελλ. (ειδικά) είμαι φοιτητής, σπουδάζω σε ανώτατο ή ανώτερο… …   Dictionary of Greek

  • αγλαόκοιτος — ἀγλαόκοιτος, ον (Μ) κατά το λεξικό Σούδα, «ὁ πάνυ τίμιος», ο υπερβολικά τίμιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + κοῖτος] …   Dictionary of Greek

  • τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”