κατά-γλωττος

κατά-γλωττος

κατά-γλωττος, od. κατάγλωσσος, geschwätzig, Gell. N. A. 1, 25; – voll seltener od. veralteter Wörter u. Ausdrücke, D. Hal. ind. Thuc. 53 τὸ κατάγλωσσον τῆς λέξεως καὶ ξένον καὶ ποιητικόν, κατάγλωσσ' ἐποίει τὰ ποιήματα Crates grammat. ep. (XI, 218); vgl. Luc. Lex. 25.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εχεγλωττία — ἐχεγλωττία, ἡ (Α) εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγή η λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + γλωττία < γλωττος < γλώττα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”