υπέργειος — α, ο / ὑπέργειος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τής γής, πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους («υπέργειος βλαστός») 2. αυτός που βρίσκεται πάνω από τη Γη (α. «τα γήινα και τα υπέργεια» β. «υπέργειος σελήνη») μσν. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
χαμαίγειος — ον, Μ 1. επίγειος 2. ταπεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + γειος (< γῆ), πρβλ. βαθύ γειος, κατά γειος] … Dictionary of Greek
καταγεώτης — καταγεώτης, ὁ (Α) (Ησύχ.) ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατά γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. τού κατά γειος (πρβλ. λεπτό γεως, μεσό γεως)] … Dictionary of Greek
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
υπόγειος — α, ο / ὑπόγειος, ον, ΝΜΑ και ὑπόγαιος, και ὑπόγεως, ων, Α 1. αυτός που βρίσκεται ή που γίνεται κάτω από το έδαφος, κάτω από την επιφάνεια τής Γης (α. «υπόγεια έκρηξη» β. «υπόγεια κρύπτη» γ. «ὑπόγειος βροντή», Αισχύλ. δ. «ὑπόγαιον οἴκημα», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
υδρόγειος — α, ο, θηλ. και ος Ν 1. ο συγκροτημένος από νερό και γη 2. φρ. «υδρόγειος σφαίρα» ή, απλώς, «η υδρόγειος» i) κοίλη κατά κανόνα σφαίρα, κατασκευασμένη από ελαφρύ και ανθεκτικό υλικό, τής οποίας η επιφάνεια αναπαριστάνει σε χάρτη την επιφάνεια τής… … Dictionary of Greek