κατά-καυμα

κατά-καυμα

κατά-καυμα, τό, das Verbrannte, Sp. – Brandblase, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνόκαυμα — κυνόκαυμα, τὸ (Α) το κυνικό καύμα, ο καύσωνας τών ημερών τού Κυνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + καῦμα (< καίω), πρβλ. έγ καυμα, κατά καυμα] …   Dictionary of Greek

  • ՏՕԹԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0901 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical չ. καυσόομαι aestuo calore. Տօթով տոչորիլ, տօթակէզ լինել. շողէն երիլ մրկիլ. ... *Գնասցո՛ւք ʼի գիշերի, զի մի՛ տօթասցուք. Վրք. հց. ՟Ը: Իսկ Առակ. ՟Ի՟Է. 13. *Ձիւնաբեր ամարայնի… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… …   Dictionary of Greek

  • φλέξις — (I) εως, ἡ, Α [φλέγω] καύση, καύμα. (II) ιδος, ἡ, Α ονομασία άγνωστου πτηνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέξις (Ι), κατά τα θηλ. σε ις, ιδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”