κατά-κτησις

κατά-κτησις

κατά-κτησις, , das Erwerben, Erlangen; πραγμάτων, der Herrschaft, Pol. 4, 77, 2; γῆς Plut. Caes. 22; a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

  • κτήσιος — Προσωνυμία του Δία ως προστάτη της ατομικής περιουσίας. Ο Κ. Δίας λατρευόταν σε αρκετές περιοχές του ελλαδικού χώρου. Στην Αττική υπήρχε βωμός στον δήμο Φλύας και ένα λατρευτικό κέντρο στον Πειραιά. Ο Δημοσθένης αναφέρει ότι θυσίαζαν ένα λευκό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”