- κατά-φωρος
κατά-φωρος, ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-φωρος, ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φώρος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που εξιχνιάζει ή ανακαλύπτει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φώρ «κλέφτης». Πρόκειται πιθ. για τ. που απαντά μόνο στους γραμματικούς] … Dictionary of Greek
περίφωρος — ον, Α αυτός που συνελήφθη, που πιάστηκε επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φωρος (< φώρ, ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό φωρος, κατά φωρος] … Dictionary of Greek
φώρ — φωρός, ὁ, Α 1. κλέφτης 2. είδος μέλισσας 3. φρ. «φωρῶν λιμήν» (στα χρόνια τής Αθηναϊκής Δημοκρατίας) όρμος δυτικά τού Πειραιά και σε μικρή απόσταση από αυτόν, τον οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο και καταφύγιο οι λαθρέμποροι (Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
αυτόφωρος — η, ο (Α αὐτόφωρος, ον) (για αδίκημα) που διαπιστώθηκε την ώρα που το εκτελούσε ο δράστης νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το αυτόφωρο το δικαστήριο που δικάζει αυτόφωρα αδικήματα 2. φρ. «επ αυτοφώρω» κατά την εκτέλεση του αδικήματος αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek