κατά-τῡρος

κατά-τῡρος

κατά-τῡρος, käsig, Archestr. bei Ath. IX, 399 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • Φοίνικες — Αρχαίος σημιτικός λαός που κατοικούσε από τις αρχές της 3ης χιλιετίας στην περιοχή που οι Έλληνες ονόμασαν Φοινίκη και βρισκόταν στις ανατολικές ακτές της Μεσογείου, στα Β του όρους Καρμήλου, μεταξύ Παλαιστίνης και Συρίας. Προϊστορικά ευρήματα… …   Dictionary of Greek

  • βούτυρο — Λιπαρό προϊόν διατροφής, με λευκό ή κιτρινωπό χρώμα, που παρασκευάζεται από την κρέμα του γάλακτος των ζώων. Ανάλογα με τον τρόπο παρασκευής του, διακρίνεται σε νωπό ή φρέσκο β. και σε λιωμένο β. μαγειρικής. Το νωπό β. αποτελείται από λιπαρές… …   Dictionary of Greek

  • οξερίας — ὀξερίας και πιθ. ξερίας, ὁ (Α) ονομασία τυριού τής Σικελίας, κατά τον Πολυδεύκη «τυρὸς χλωρός», κατά τον Ησύχ. «τυρὸς ἀχρεῑος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από αμάρτυρο *ὀξερός (< ὀξύς, πρβλ. γλυκύς: γλυκερός) με επίθημα ίας,… …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Σταυροφορίες — Ονομάζονται έτσι οι πολεμικές εκείνες επιχειρήσεις των Δυτικοευρωπαίων (11ος 13ος αι.), που εγκαινιάζονται με πρωτοβουλία των παπών και στόχο την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων από τους Μωαμεθανούς και ειδικότερα από τους Σελτζούκους Τούρκους, και… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • τυρώ — (I) έω, Α [τυρός] τυρεύω. (II) όω, Α [τυρός] 1. μετατρέπω σε τυρί («τὸ γάλα τυροῡν», Σχόλ. Θεοκρ.) 2. παρασκευάζω ή αρτύω ένα φαγητό με τυρί («πλακοῡντες τετυρωμένοι», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 3. μτφ. μηχανεύομαι, τεχνάζομαι («διαφθείρουσι κακῶς τυροῡντες …   Dictionary of Greek

  • Ουλπιανός, Δομίτιος — (Domitius Ulpianus, Τύρος Φοινίκης, β’ μισό 2ου αι. μ.Χ. – Ρώμη 228 μ.Χ.). Ρωμαίος νομικός. Αυτοκρατορικός υπάλληλος και νομοδιδάσκαλος στη Ρώμη, εξορίστηκε από τον Ηλιογάβαλο το 222 μ.Χ., αλλά ανακλήθηκε στην πρωτεύουσα τον ίδιο χρόνο, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Ωριγένης — (Αλεξάνδρεια 183; – Τύρος 253/4 μ.Χ.). Αφρικανός θεολόγος. Μαθητής του Κλήμη στο Διδασκαλείον της Αλεξάνδρειας, νέος ακόμα ανέλαβε, με εντολή του επισκόπου Δημητρίου, τη διεύθυνση της προπαρασκευαστικής σχολής των κατηχουμένων. Από τα χρόνια αυτά …   Dictionary of Greek

  • τορύνη — (I) ἡ, Α κουτάλα για το ανακάτεμα τού φαγητού στη χύτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τορύνη έχει προέλθει μέσω ενός τ. *τυρ ύνη (με ανομοιωτική τροπή τού υ σε ο ) από τη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *twer «κουνώ, γυρίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”