- κατά-σῑμος
κατά-σῑμος, = simplex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-σῑμος, = simplex.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σιμός — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Φίαλου και εγγονός του Βουκαλίωνα, βασιλιάς της Αρκαδίας. 2. Σικελός, ιδρυτής μαζί με τους Ευκλείδη και Σάκωνα της πόλης Ιμέρας. 3. Ένας από τους Αλευάδες, που βοήθησε το … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
νηστεύσιμος — νηστεύσιμος, ον (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νηστεία ή αυτός που κατά τη διάρκειά του τελείται νηστεία («νηστεύσιμος ἡμέρα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < νηστεύω + κατάλ. σιμος (πρβλ. κουρεύ σιμος, στρατεύ σιμος)] … Dictionary of Greek
ρινόκερος — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται πέντε είδη μεγάλων οπληφόρων θηλαστικών, της οικογένειας των Ρινοκεροντιδών, της τάξης των περιττοδάκτυλων*. Τα ζώα αυτά ανήκουν σε τέσσερα γένη, δύο από τα οποία ζουν στην Αφρική, Ν της Σαχάρας, και δύο… … Dictionary of Greek
σικχός — ο, ΜΑ (κατά τον Ησύχ. και τον Ευστ.) βδελυρός, σιχαμένος, αηδιαστικός αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ευχαριστείται με κάτι ή αυτός που εύκολα αηδιάζει με κάτι, ο σιχασιάρης 2. συνεκδ. δύσκολος, δύστροπος, ιδίως στην τροφή («οἱ δὲ σικχοὶ καὶ νοσώδεις… … Dictionary of Greek
SILENUS — I. SILENUS Bacchi nutritius et Paedagogus, semper asinô vehi solitus: quem Aratus, in gratiam alumm, inter sidera translatum dicit. Silenos vero provectioris aetatis Satyros dici, affirmat Pausan. l. 1. quos ebrios, ut plurimum, fingunt. Unde… … Hofmann J. Lexicon universale
μόρσιμος — η, ο (Α μόρσιμος και μόριμος, ον) 1. αυτός που είναι προορισμένος, προαποφασισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραίος («σοὶ μὲν γαμεῑσθαι μόρσιμον, γαμεῑν δ ἐμοί», Αισχύλ.) 2. φρ. «μόρσιμον ἦμαρ» η ημέρα τού θανάτου, τού ολέθρου, τής καταστροφής … Dictionary of Greek
σίμαι — Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «τῆς κιθάρας τὰ ἄκρα καὶ ἐν ταῑς ὀροφαῑς θέσεις τινές» 2. «τὰ ἄκρα τῆς λύρας». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το επίθ. σιμός*] … Dictionary of Greek
σίμιον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «αἰγιαλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σιμός «πλατύς, κοίλος», με την έννοια τής καμπύλης τού γιαλού] … Dictionary of Greek