κατά-στασις

κατά-στασις

κατά-στασις, , 1) trans., das Hinstellen, Festsetzen, anordnen; χορῶν Aesch. Ag. 23, wie Ar. Thesm. 958; Einsetzung, Bestallung zu einem Amte, ἡ ἐκλογὴ καὶ κατάστασις τῶν ἀρχόντων τε καὶ φυλάκων Plat. Rep. III, 414 a, δικαστῶν IV, 425 d, ἀρχῶν Legg. V, 735 a; Arist. pol. 4, 15 u. öfter; αἱ περὶ τὰς ἄλλας ἀρχὰς καταστάσεις Plat. Legg. VI, 768 d; absol., μετὰ τὴν κατάστασιν ϑύσας τοῖς ϑεοῖς, nach Antritt des Amtes, Pol. 3, 88, 7. – In Athen noch bes. die Wahl eines Bürgers zum Reiterdienst, und das ihm aus der Staatskasse zur Ausrüstung gegebene Geld, κατάστασιν ἀναπράττεσϑαι Lys. 16, 6, παραλαβεῖν ibd. 7; vgl. Harpocr. u. Herm. griech. Staatsalterth. §. 152; für den Sold der Ritter in Friedenszeit nimmt es Böckh Staatshaush. I p. 269; B. A. 270, 33 steht ἡ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῶν ἱππέων δοκιμασία κατάστασις ἐλέγετο. – Einführung fremder Gesandten in die Volksversammlung, Hdn. 3, 46. 8, 141. 9, 9; – ἐγγυητῶν, das Bürgenstellen, Dem. 24, 103; – das An-, Auf-, Zurückhalten, Unterdrücken, Hemmen, Stillen, Hippocr.; ἔστω δὲ πράϋνσις κατάστασις καὶ ἠρέμησις ὀργῆς Arist. rhet. 2, 3; vgl. Plat. defin. 412 d. – Bei den Rednern constitutio causae. – 2) intrans., Zustand, Beschaffenheit, Stand u. Lage der Dinge; νυκτὸς ἐν καταστάσει, zur Nachtzeit, Eur. Rhes. 111; ἐχρᾶτο δὲ καταστάσει πρηγμάτων τοιῇδε Her. 2, 173; ὅσα ἐν ἀνϑρώπου φύσι καὶ καταστάσι ἐγγίνεται 8, 83; τοιαύτης καταστάσεως ἐπιϑυμεῖν Isocr. 4, 115; τὴν ὑπάρχουσαν περὶ Μακεδόνας τότε καὶ τοὺς Ἕλληνας κατάστασιν, die Lage u. Verhältnisse der Macedonier u. Griechen, Pol. 2, 71, 2; Staatsverfassung, πόλιος Her. 5, 92; πολιτείας Plat. Legg. VIII, 832 d; πόλεως Rep. IV, 426 c; Xen. Hell. 2, 3, 17; ἡλικίας Hyperid. Stob. fl. 74, 33. – Von Krankheitszuständen, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μετάσταση — (Ιατρ.). Δευτερεύουσα παθολογική εστία που αναπτύσσεται μέσω της μεταφοράς μιας παθογενούς αρχής (κύτταρα όγκου, μολυσματικός παράγοντας), από την πρωταρχική θέση της προσβολής, με τη λέμφο ή το αίμα. Σήμερα ο όρος μ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά …   Dictionary of Greek

  • στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия

  • θέμα — I Το μέρος της λέξης που απομένει μετά την αφαίρεση της κατάληξής της. Είναι αμετάβλητο κατά την κλίση και φορέας της βασικής έννοιας της λέξης. Έτσι, στις λέξεις ουρανός, ταχύτητα, τρέχω, εκείνος, τα θ. είναι αντίστοιχα ουραν , ταχυτητ , τρεχ ,… …   Dictionary of Greek

  • «АРЕОПАГИТИКИ» — [лат. Сorpus Areopagiticum Ареопагитский корпус], собрание богословских текстов на греч. языке, приписывавшееся св. Дионисию Ареопагиту. Проблема авторства Сборник, получивший название «А.», до нач. VI в. не был известен. Впервые вслед за Севиром …   Православная энциклопедия

  • ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… …   Dictionary of Greek

  • σθένος — Ακέραιος αριθμός που εκφράζει την ικανότητα ενός ατόμου να ενώνεται απ’ ευθείας με άλλα άτομα. Το σ. συμβατικά αναφέρεται στο σ. του υδρογόνου, που έχει οριστεί ίσο με 1, ή με το σ. του οξυγόνου που είναι 2. Γραφικά το σ. παριστάνεται με ένα… …   Dictionary of Greek

  • στάσιμος — η, ο / στάσιμος, ον ΝΜΑ [στάσις] 1. αυτός που δεν κινείται, ακίνητος (α. «στάσιμα νερά» β. «στάσιμα ὕδατα», Αριστοτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το στάσιμο(ν) χορικό άσμα τής αρχαίας τραγωδίας το οποίο εκτελούσε ο χορός ανάμεσα σε δύο επεισόδια κατά τη… …   Dictionary of Greek

  • στασίδι — Ξύλινο ψηλό κάθισμα που βρίσκεται στους ορθόδοξους ναούς. Τα σ. είναι τοποθετημένα συνήθως κατά μήκος των τοίχων των ναών και μερικές φορές κοντά στο δεσποτικό θρόνο ή απέναντι από αυτόν. Χρησιμοποιούνται από τους εκκλησιαζόμενους για να… …   Dictionary of Greek

  • στασιώτης — ο, ΝΑ νεοελλ. στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση αρχ. 1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.) 2. σωματοφύλακας 3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως» 4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» οι φιλόσοφοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”