κατά-πλοος

κατά-πλοος

κατά-πλοος, zsgz. -πλους, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; Thuc. 4, 26; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung, Pol. 3, 40, 3, öfter; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt, Xen. Hell. 1, 4, 11. – Auch = der Landungsplatz, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ακτοπλοΐα — Κατά λέξη, ο πλους κοντά στις ακτές. Ειδικότερα, η συγκοινωνία μεταξύ των λιμανιών μιας χώρας αλλά και η σχετική ναυτιλία (βλ. λ. ναυσιπλοΐα). * * * η Ναυτ. 1. η ναυσιπλοΐα κοντά στην ακτή. Η τέχνη τής πλεύσης με τη βοήθεια χαρακτηριστικών… …   Dictionary of Greek

  • -πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… …   Dictionary of Greek

  • πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… …   Dictionary of Greek

  • ωκύπλοος — ον, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ταχὺ πλέων» 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ταχύπορος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πλόος (< πλέω), πρβλ. ταχύ πλοος] …   Dictionary of Greek

  • ORION — Poetis venator est, et satelles Dianae, auditor Atlantis, qui doctrinam de caelestibus motibus, et stellis ex Libya in Graeciam attulit. Nomen eius quidam ab ὥρα, quod significat differentias temporum anni, ver, aeslatem, etc. deducunt. Quamquam… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • πλοϊκός — ή, ό / πλοϊκός, ή, όν, ΝΑ [πλόος/πλους] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον πλου 2. φρ. «πλοϊκοί φανοί [ή πλοϊκά φώτα]» φώτα που οφείλει να έχει αναμμένα σε όλη τη διάρκεια τής νυκτερινής πορείας του ένα πλοίο στον πρωραίο ιστό,… …   Dictionary of Greek

  • ταχυπλοΐα — η, ΝΑ [ταχύπλους / πλοος] η ταχύτητα κατά την πλεύση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”