- κατά-πηξις
κατά-πηξις, ἡ, das Feststecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατά-πηξις, ἡ, das Feststecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
κυτταροπηξία — η βιολ. λειτουργία ορισμένων οργάνων τού σώματος και κυρίως τού ήπατος κατά την οποία οι ιστοί τών οργάνων αυτών προσκολλούν μέσα τους φυσιολογικά ή παθολογικά κύτταρα, που φέρονται ώς αυτά με το αίμα, και τείνουν να τά καταστρέψουν. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ … Dictionary of Greek
πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… … Dictionary of Greek