κατά-πηρος

κατά-πηρος

κατά-πηρος, verstümmelt, gebrechlich, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πήρος — ους και αιολ. τ. πᾱρος, εος, τὸ, Α απώλεια δύναμης, εξάντληση, εξασθένηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί υποχωρητ. παρ. τού ρ. πηρῶ (< πηρός) και έχει πιθ. σχηματιστεί κατά τους σιγματικούς τ. σε πηρής < πηρός (πρβλ. α πηρής, πανα πηρής)] …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • φρενεμπάρωτος — Α (κατά τον Ησύχ.) «βλαψίφρων». [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ἐν + πηρῶ / πᾱρῶ (< πηρός «ανάπηρος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”