κατ-οίομαι

κατ-οίομαι

κατ-οίομαι (s. οἴομαι), dünkelhafte Meinung von sich haben, LXX; Philo; Suid. erkl. ὁ νομίζων ἑαυτὸν μέγαν καὶ φυσῶν ὑπερηφάνως.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • κατοίομαι — (Α) έχω οίηση, έχω μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου («ὁ δὲ κατοιόμενος, καὶ καταφρονητής, ἀνήρ ἀλαζών», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἴομαι «νομίζω, έχω τη γνώμη»] …   Dictionary of Greek

  • υποίζεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπονοεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το ὑπ(ο) * και το ρ. οἴομαι κατ επίδραση τών ρ. σε ζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”