- κατ-ολολύζω
κατ-ολολύζω (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω ϑύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ολολύζω (s. ὀλολύζω), aufseufzen wobei; κατολολυξάτω ϑύματος, bei dem Opfer, Aesch. Ag. 1089.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… … Dictionary of Greek
κατολολύζω — (Α) βγάζω θρηνητικές κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀλολύζω «βγάζω δυνατές κραυγές»] … Dictionary of Greek
ολολύκτρια — ὀλολύκτρια, ἡ (Α) [ολολύζω] γυναίκα που ήταν κατ επάγγελμα κήρυκας στις θυσίες … Dictionary of Greek