- κατ-οιμώζω
κατ-οιμώζω (s. οἰμώζω), bejammern, beklagen, κατοιμῶξαι γόοις Eur. Andr. 1160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-οιμώζω (s. οἰμώζω), bejammern, beklagen, κατοιμῶξαι γόοις Eur. Andr. 1160.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατοιμώζω — (Α) στενάζω δυνατά, κλαίω με στεναγμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οἰμώζω «κλαίω, οδύρομαι»] … Dictionary of Greek