κατ-οικτίζω

κατ-οικτίζω

κατ-οικτίζω, bemitleiden, bedauern; πάϑος Aesch. Eum. 119; τοὺς σοὺς πόνους ϑεοὶ κατοικτιοῠσιν Soph. O. C. 385; τὰς ξυμφοράς Eur. Heracl. 153; absolut, ῥήματα κατοικτίσαντα, Worte des Mitleids, Soph. O. C. 1284; übertr., schonen, λακὶς χιτῶνος ἔργον οὐ κατοικτιεῖ Aesch. Suppl. 880. – Med. = act.; Aesch. Prom. 36; κατοίκτισαι στρατόν Pers. 1062. – Aber bei Her. 3, 156 = sich beklagen, um Anderer Mitleid zu gewinnen; so auch κατῳκτίσϑην Eur. I. A. 686.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατοικτίζω — (Α) 1. ευσπλαγχνίζομαι κάποιον, κατοικτείρω* («τοὺς δὲ σοὺς ὅποι θεοὶ πόνους κατοικτιοῡσιν οὐκ ἔχω μαθεῑν», Σοφ.) 2. εγείρω τον οίκτο («τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ ἤ τέρψαντά τι ἤ δυσχεράναντ ἤ κατοικτίσαντά πως», Σοφ.) 3. μέσ. κατοικτίζομαι θρηνώ για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”