- κατ-ημύω
κατ-ημύω, niedersinken, sich herabsenken, ἔρνεα κατημύουσιν ἔραζε κλασϑέντα ῥίζηϑεν Ap. Rh. 3, 1400; – traus., κατήμυσαν δ' ἀχέεσσι ϑυμόν, ließen den Muth sinken, 2, 862.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ημύω, niedersinken, sich herabsenken, ἔρνεα κατημύουσιν ἔραζε κλασϑέντα ῥίζηϑεν Ap. Rh. 3, 1400; – traus., κατήμυσαν δ' ἀχέεσσι ϑυμόν, ließen den Muth sinken, 2, 862.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατημύω — (Α) 1. κλίνω προς τα κάτω, πέφτω κάτω (ἔρνεα... κατημύουσιν κλασθέντα ῥίζηθεν», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. κάνω κάτι να κλίνει προς τα κάτω, να καταπέσει («κατήμυσαν δ ἀχέεσσι θυμόν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἠμύω «κλίνω, γέρνω»] … Dictionary of Greek