- κατ-ομόργνῡμι
κατ-ομόργνῡμι (s. ὀμόργνῡμι), abwischen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ομόργνῡμι (s. ὀμόργνῡμι), abwischen, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
όρνυμι — ὄρνυμι και ὀρνύω (Α) (επικ., ποιητ. τ.) 1. διεγείρω, εξεγείρω, ξεσηκώνω 2. παροτρύνω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι 3. (σχετικά με ζώο) διώχνω 4. (σχετικά με άψυχα και φυσικά φαινόμενα) επιφέρω, ανακινώ («χαλεπήν ὄρσουσα θύελλαν», Ομ. Ιλ.) 5.… … Dictionary of Greek
κατομόργνυμι — (Α) σκουπίζω, σφουγγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀμόργνυμι «σκουπίζω, σφουγγίζω»] … Dictionary of Greek
χειρόμακτρο — το / χειρόμακτρον, ΝΑ, και χειρώμακτρον και χειρρόμακτρον και αιολ. τ. χερόμακτρον Α (λόγ. τ.) κομμάτι από ύφασμα, πετσέτα για το σκούπισμα τών χεριών αρχ. είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + μάκτρον «πετσέτα» (< μάσσω… … Dictionary of Greek