κατηφών

κατηφών

κατηφών, όνος, ὁ, der einem Andern Betrübniß oder Schande macht; Priamus sagt zu seinen Söhnen σπεύσατέ μοι κακὰ τέκνα κατηφόνες Il. 24, 253, gehol. ἄξιοι καταφονευϑῆναι, richtiger auf κατηφής bezogen; Suid. erklärt ἀναίσχυντοι, schwerlich richtig, vgl. Lob. zu Soph. Ai. 173.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… …   Dictionary of Greek

  • κατηφών — one who causes grief masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφῶν — κατηφέω to be downcast pres part act masc nom sg (attic epic doric) κατηφής with downcast eyes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνας — κατηφών one who causes grief masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνες — κατηφών one who causes grief masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατηφόνος — κατηφών one who causes grief masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”