κατηφών — κατηφών, όνος, ὁ (Α) 1. ο πρόξενος λύπης ή ντροπής, αυτός που προξενεί στενοχώρια («σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα κατηφόνες», Ομ. Ιλ.) 2. στον πληθ. οἱ κατηφόντες α) (κατὰ τον Ησύχ.) «καταίσχυντοι, κατηφείας ἄξια πράττοντες» β) (κατά το λεξ. Σούδα)… … Dictionary of Greek
κατηφών — one who causes grief masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφῶν — κατηφέω to be downcast pres part act masc nom sg (attic epic doric) κατηφής with downcast eyes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφόνας — κατηφών one who causes grief masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφόνες — κατηφών one who causes grief masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατηφόνος — κατηφών one who causes grief masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερήφανος — η, ο / ὑπερήφανος, ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑπεράφανος, ον, Α (με θετ. και αρνητική σημ.) 1. (για πρόσ.) περήφανος 2. (για ανθρώπινες εκδηλώσεις) αυτός που ενέχει και δηλώνει έπαρση, που φανερώνει αλαζονεία. επίρρ... υπερήφανα / ὑπερηφάνως ΝΜΑ με… … Dictionary of Greek