- κατ-ουτάω
κατ-ουτάω (s. οὐτάω), verwunden, ἄρκτοιο κατουταμένης ὑπ' ἄκοντι Qu. Sm. 14, 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ουτάω (s. οὐτάω), verwunden, ἄρκτοιο κατουταμένης ὑπ' ἄκοντι Qu. Sm. 14, 318.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουτάω — οὐτάω και οὔτημι και οὐτάζω (Α) 1. χτυπώ με όπλο, τραυματίζω (α. «πολλοὶ δ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέι χαλκῷ» Ομ. Ιλ. β. «οὖτα δὲ δουρὶ παρ ὀμφαλόν», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ με το χέρι και τραυματίζω («Κύπριδα μὲν πρῶτα σχεδὸν οὔτασε χεῑρ ἐπὶ καρπῷ», Ομ … Dictionary of Greek