- κατ-ουρίζω
κατ-ουρίζω, zum Ziel hintreiben, von günstigem Fahrwinde; Soph. Trach. 824 intraus., τάδ' ὀρϑῶς ἔμπεδα κατουρίζει, gehol. ἀσφαλῶς ἀποβαίνει.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-ουρίζω, zum Ziel hintreiben, von günstigem Fahrwinde; Soph. Trach. 824 intraus., τάδ' ὀρϑῶς ἔμπεδα κατουρίζει, gehol. ἀσφαλῶς ἀποβαίνει.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… … Dictionary of Greek
κατουρίζω — (Α) 1. φέρνω πλοίο στο λιμάνι με ούριο άνεμο 2. φέρω κάτι σε ευτυχές τέλος («τάδ ὀρθῶς ἔμπεδα κατουρίζει», Σοφ.) 3. (Ησύχ.) χρησιμοποιώ όλα τα καραβόσχοινα, δεν παραμελώ τίποτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + οὐρίζω «μεταφέρω με ευνοϊκό άνεμο» (<… … Dictionary of Greek