- κατα-μῑμέομαι
κατα-μῑμέομαι, nachahmen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, καὶ κατέσκωπτον τὰς σπουδαίας κινήσεις ἐπὶ τὰ γελοιότερα μεταφέροντες D. Hal. 7, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-μῑμέομαι, nachahmen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, καὶ κατέσκωπτον τὰς σπουδαίας κινήσεις ἐπὶ τὰ γελοιότερα μεταφέροντες D. Hal. 7, 72.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατεμιμοῦντο — κατεμῑμοῦντο , κατά μιμέομαι imitate imperf ind mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)