κατ-ανᾱλίσκω

κατ-ανᾱλίσκω

κατ-ανᾱλίσκω (s. ἀναλίσκω), verwenden, verthun, verbrauchen; τὸ μιχϑὲν ἤδη πᾶν κατανηλώκει Plat. Tim. 36 b; τίς μηχανὴ μὴ οὐχὶ πάντα καταναλωϑῆναι εἰς τὸ τεϑνάναι Phaed. 72 d; σχολὴν εἰς φιληκοΐαν κατανάλισκε Isocr. 1, 18; εἰς τὴν στρατείαν τάλαντα μύρια κατηνάλωσε 9, 60; καταναλώσαντες χρήματα Xen. Mem. 1, 2, 22; τέτταρας μνᾶς εἰς ὀψοφαγίαν Ath. VIII, 345 d; Plut. Alex. 5; πολλὰ ἡδοναῖς D. Sic. 17, 108. – Vom Verdauen der Speisen, Plut. sept. sap. conv. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταναλίσκω — και καταναλώνω (AM καταναλίσκω) 1. εξαντλώ κάτι χρησιμοποιώντας το («το αυτοκίνητό μου καταναλώνει πολλή βενζίνη») 2. δαπανώ, ξοδεύω (α. «η οικογένεια καταναλίσκει πολλά χρήματα για τα φροντιστήρια τών παιδιών» β. «εἰς τὴν στρατιὰν τάλαντα μύρια… …   Dictionary of Greek

  • οιδώ — οἰδῶ, έω, σπαν. και άω (Α) 1. σχηματίζω οιδήματα, εξογκώνομαι, φουσκώνω, πρήζομαι, είμαι πρησμένος 2. (για φυτό) αναπτύσσομαι 3. (για καρπό) διογκώνομαι, ωριμάζω («ὀπώραν ἐντεταμένην καὶ οἰδῶσαν», Πλούτ.) 4. μτφ. α) (για προσ.) i) είμαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”