κατα-λῡμαίνομαι

κατα-λῡμαίνομαι

κατα-λῡμαίνομαι, beschädigen, verwüsten; οἶκον Xen. Oec. 2, 13; τὰ σώματα, entsprechend dem τὰς ψυχὰς καταγνύουσι, 6, 5; πυρὶ τὰς ὀροφάς Pol. 5, 9, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κατεπιφύομαι — (Α) 1. (κατά τον Ησύχ.) λυμαίνομαι μια χώρα 2. επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπιφύομαι «βλαστάνω επιτίθεμαι»] …   Dictionary of Greek

  • λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • μανίζω — (AM μανίζω) νεοελλ. μσν. 1. μανιάζω 2. εχθρεύομαι 3. προκαλώ θυμό, εξοργίζω κάποιον αρχ. 1. βλάπτω, λυμαίνομαι 2. έχω παραισθήσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ἐμάνησαν, γ πληθ. τού παθ. αορ. τού μαίνομαι, σχημάτισε α εν. ἐμάνησα και από αυτό σχηματίστηκε νέος… …   Dictionary of Greek

  • μαστίζω — (AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω) 1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω 2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ νεοελλ. κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”