θνήσκω — (ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω) 1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο 2. (η μτχ. αορ. β ως επίθ.) θανών, ούσα, όν ο νεκρός, ο… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
δημόσιος — ια και ία, ιο (AM δημόσιος, ία, ον Α και δαμόσιος, ία, ον) I.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαό, στο κοινό, ο κοινός (σε αντίθεση με τον ιδιωτικό) («δημόσια βιβλιοθήκη», «δημοσίας συνεισφοράς», «ἱερὰ τὰ δημόσια») 2. αυτός που ανήκει στο… … Dictionary of Greek
παρατάσσω — ΝΜΑ (κυρίως για πρόσ.) τοποθετώ σε κανονική σειρά, βάζω τον ένα κοντά στον άλλο, κυρίως για μάχη («τὴν μὲν πλείστην τῆς στρατιᾱς παρέταξε πρὸς τὰ τείχη», Θουκ. νεοελλ. 1. (και για πράγματα) παραθέτω, αραδιάζω («παρέταξε τα εμπορεύματά του») 2.… … Dictionary of Greek
Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi … Deutsch Wikipedia
Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch … Deutsch Wikipedia
θνησκόγεννο — το (Μ θνησκόγεννος, ον) το βρέφος που πεθαίνει κατά τη γέννηση, θνησιγενές, νεκρογέννητο μσν. νεκρογέννητος, θνησιγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θνῄσκω + γέννα] … Dictionary of Greek
φαίνομαι — ΝΜΑ, και ενεργ τ. φαίνω Α μέσ. 1. είμαι ή γίνομαι ορατός, διακρίνομαι (α. «δεν φαίνεται από εδώ η θάλασσα» β. «φάνεν δὲ oἱ εὐρέες ὦμοι», Ομ. Οδ.) 2. γίνομαι φανερός, φανερώνομαι 3. προβάλλω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι (α. «έχει καιρό να φανεί» β … Dictionary of Greek