κατ-αλέω

κατ-αλέω

κατ-αλέω (s. ἀλέω), zermahlen, zermalmen; in tmesi, κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 19, 109; Hippocr.; Her. 4, 172 u. Folgde; κατήλεσαν Strab. VI, 260.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… …   Dictionary of Greek

  • καταλέω — (Α) κατατρίβω, αλέθω καλά με τον χειρόμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλέω «αλέθω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”