- κατα-θλίβω
κατα-θλίβω, nieder-, unterdrücken, zerquetschen, Plut.; ἐν βάϑει καταϑλιβεῖσα ἡ νοτερὰ ἀναϑυμίασις Aem. Paul. 14; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-θλίβω, nieder-, unterdrücken, zerquetschen, Plut.; ἐν βάϑει καταϑλιβεῖσα ἡ νοτερὰ ἀναϑυμίασις Aem. Paul. 14; a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek
στιβώ — (I) έω, ΜΑ [στίβος] 1. πατώ, περπατώ, βαδίζω 2. φρ. «πᾱν ἐστίβηται πλευρὸν» διερευνήθηκε, εξετάστηκε κάθε πλευρά (Σοφ.). (II) όω, Α 1. θλίβω, καταθλίβω 2. κολάζω («στιβώσας αὐτὸν ἡμέρας νηστειῶν... δύο», Αποστ. Διατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στείβω*… … Dictionary of Greek
ανάβω — Ι (μτβ.) 1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά 2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα 3. εξοργίζω, ερεθίζω 4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του 5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά 6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα» 7 … Dictionary of Greek
ατειρής — ἀτειρής, ές (Α) 1. (για μέταλλα) ακατάλυτος, σκληρός 2. ισχυρογνώμων, άκαμπτος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀτειρές ισχυρογνωμοσύνη, σκληρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, ατειρής πιθ. < (θ.) τερ του ρ. τείρω «θλίβω,… … Dictionary of Greek
βλάπτω — και βλάφτω και βλάβω (AM βλάπτω, Μ και βλάβω) μέσ. βλάπτομαι και φτομαι και βομαι (AM βλάπτομαι, Α και βλάβομαι) προκαλώ βλάβη, κάνω κακό σε κάποιον ή κάτι μσν. νεοελλ. καταστρέφω νεοελλ. Ι. 1. σκοτώνω 2. ενοχλώ, πειράζω II. βλάπτομαι 1.… … Dictionary of Greek
θάπτω — (AM θάπτω) βλ. θάβω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ τω < *θαφ , το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ και ταφ (με τον νόμο τής ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE *dhmbh «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα *dhembh τής ρίζας δεν απαντά) + επίθημα τω (πρβλ.… … Dictionary of Greek
θρύβω — (Μ θρύβω) θρυμματίζω, συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύπτω, αναλογικά προς άλλους ενεστ. σε βω, επειδή συνέπιπταν οι αόριστοι ( ψα) και οι μέλλοντες ( ψω) κατά το σχήμα έθλιψα θλίψω θλίβω, έτριψα τρίψω τρίβω έγινε και έθρυψα θρύψω θρύβω] … Dictionary of Greek
κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… … Dictionary of Greek
σκάβω — σκάπτω, ΝΜΑ, και σκάφτω Ν 1. χτυπώ με ειδικό εργαλείο το έδαφος και αναστρέφω το χώμα για διάνοιξη ορύγματος ή προκειμένου να καλλιεργήσω τη γη (α. «για το φτωχό ασπρομάλλη πο σκαψε κάμπους και βουνά, δυο πήχες τόπο μοναχά, τώρα θα σκάψουν άλλοι» … Dictionary of Greek
στρίβω — και στρίφτω και στρίφω Ν 1. συστρέφω, περιστρέφω κάτι («κι εκείνος τ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι», δημ. τραγούδι) 2. (αμτβ.) α) κάνω στροφή, συστρέφομαι («δεν ξέρω πώς έστριψε το τιμόνι, αφού δεν τό κούνησα») β) αλλάζω μέτωπο, μεταβάλλω… … Dictionary of Greek
στυπιοθλίπτης — ο, Ν 1. (μηχανολ.) στοιχείο προσαρμοσμένο σε στέλεχος ή άξονα που κινείται στο εσωτερικό μηχανής ή κυκλώματος νερού ή ατμού και χρησιμεύει για την εξασφάλιση στεγανότητας 2. φρ. «στυπιοθλίπτης λαβυρίνθου» σειρά διαφραγμάτων προσαρμοσμένων στην… … Dictionary of Greek