κατ-αλλάσσω

κατ-αλλάσσω

κατ-αλλάσσω, 1) verwechseln, vertauschen, austauschen, vom Geldwechseln, Plut. Arat. 18 u. A.; vgl. das Wortspiel bei Matreas in Ath. I, 19 d: διὰ τί τετράδραχμα καταλλάττεται μέν, ὀργίζεται δ' οὔ; – 2) gew. aussöhnen, versöhnen, vermitteln, τινάς, Her. 5, 29. 6, 108; κατήλλαξεν αὐτοὺς πρὸς ἀλλήλους, Arist. Oec. 2, 15; τινί, N. T.; pass. ausgesöhnt werden, sich aussöhnen, ϑεοῖσιν ὡς καταλλαχϑῇ χόλου Soph. Ai. 731, daß er vom Zorne sich aussöhne mit den Göttern; καταλλαχϑεῖσά σοι Eur. I. A. 1157; τὴν ἔχϑρην τοῖσι στασιώτῃσι, die Feindschaft mit ihnen beilegen, Her. 1, 61; καταλλαγεὶς τῷ Κύρῳ Xen. An. 1, 6, 2, wie Plat. Rep. VIII, 566 e. – 3) Med. = act., vertauschen; φόβον πρὸς φόβον Plat. Phaed. 69 a; τὸν βίον πρὸς μικρὰ κέρδη Arist. Eth. 3, 9. – Auch ἐπ' ἀργυρίῳ κατηλλάξασϑε, verkaufen, Hdn. 2, 13, 12.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευκατάλλακτος — εὐκατάλλακτος, ον (Α) αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ αλλακτος (< κατ αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατ άλλακτος, δυσ κατ άλλακτος] …   Dictionary of Greek

  • ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] …   Dictionary of Greek

  • αλλάγδην — ἀλλάγδην (Α) [ἀλλάσσω] επίρρ. κατ’ εναλλαγήν, συναλλαχτά …   Dictionary of Greek

  • καταλλάγδην — (Α) επίρρ. αμοιβαία, εναλλάξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλάγ δην «εναλλάξ» (< ἀλλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • μεταλλάσσω — και μεταλλάζω (ΑM μεταλλάσσω, Α και μεταλλάττω, Μ μεταλλάζω) [αλλάσσω] 1. μεταβάλλω, επιφέρω αλλαγή, μετατρέπω, τροποποιώ («τὰν ἀνθρώπου ζόαν ἆται... μεταλλάσσουσι», Σοφ.) 2. υφίσταμαι μεταβολή, μεταβάλλομαι, αλλάζω («όλα τα πλούτη κι αφεντιές… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκαταλλακτικός — ή, όν, Μ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ανταλλαγή χρυσού. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κατ(α) * + ἀλλακτικός «αυτός που αναφέρεται στην ανταλλαγή» (< ἀλλάσσω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”