- κατα-λογή
κατα-λογή, ἡ, Auswahl, Aushebung der Soldaten, Dio Chrys.; – Rücksicht auf Etwas, Phryn. p. 440; Lesart der codd. für καταδοχή bei Pol. 23, 12, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατα-λογή, ἡ, Auswahl, Aushebung der Soldaten, Dio Chrys.; – Rücksicht auf Etwas, Phryn. p. 440; Lesart der codd. für καταδοχή bei Pol. 23, 12, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λογής — και λοής και, δ. τ., λογίς, λογιών (Μ λογῆς, λογιῶν, λογήν) είδος («τί λογής άνθρωπος είναι ο νέος συνάδελφος;») νεοελλ. 1. φρ. α) «λογής λογής» ή «λογιών λογιών» κάθε είδους, διαφόρων ειδών θ) «μιας λογής» με τον ίδιο τρόπο μσν. 1. εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
ευλογητάριο — το (Μ εὐλογητάριον) (κυρίως στον πληθ.) τα ευλογητάρια τα τροπάρια που ψάλλονται στον όρθρο και που αρχίζουν με τις λέξεις «εὐλογητός εἶ, Κύριε,...» (α. «ευλογητάρια αναστάσιμα» αυτά που ψάλλονται κατά τον όρθρο τής Κυριακής β. «ευλογητάρια… … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek