- πρό-στῳον
πρό-στῳον od. πρόστωον, τό, = πρόστοον, Plat. Prot. 314 e; vgl. Lob. Phryn. 495.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρό-στῳον od. πρόστωον, τό, = πρόστοον, Plat. Prot. 314 e; vgl. Lob. Phryn. 495.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίστωο — το / περίστῳον, ΝΑ, και περιστόϊον Α το περίστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στῳον / στόϊον (< στωϊά / στοιά, άλλοι τ. τού στοά*), πρβλ. προ στῷον] … Dictionary of Greek
προστώο — και πρόστοο, το / προστῷον και πρόστοον ΝΑ αρχιτ. είδος προστεγάσματος, στηριζόμενου σε κίονες, που βρίσκεται πριν από την στοά τής πύλης ενός οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + στῳον / στοον (< στωιά / στοά), πρβλ. περι στῷον] … Dictionary of Greek
υπόστωος — ον, Μ αυτός που βρίσκεται κάτω από στοά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στωος (< στοά), πρβλ. προ στῷον] … Dictionary of Greek