- κατ-αλαζονεύομαι
κατ-αλαζονεύομαι, med., gegen Einen prahlen, prahlerisch erzählen; περί τινος Isocr. 15, 5; οἷά περ φήσει καὶ καταλαζονεύσεται πρὸς ὑμᾶς Dem. 21, 169; Sp., Plut. Lucull. 22 im aor.; τινός LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατ-αλαζονεύομαι, med., gegen Einen prahlen, prahlerisch erzählen; περί τινος Isocr. 15, 5; οἷά περ φήσει καὶ καταλαζονεύσεται πρὸς ὑμᾶς Dem. 21, 169; Sp., Plut. Lucull. 22 im aor.; τινός LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
καταβρενθύομαι — (Μ) αλαζονεύομαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βρενθύομαι «κομπάζω» … Dictionary of Greek
κατεπαίρομαι — (AM) (επιτ. τ. τού επαίρομαι) αλαζονεύομαι υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ αίρομαι «υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek