κατα-λεύω

κατα-λεύω

κατα-λεύω (s. λεύω), steinigen, mit Steinen zu Tode werfen; Her. 1, 167. 9, 5; Ar. Ach. 235; κατέλευσαν βάλλοντες Plat. Ep. VIII, 354 d; Pol. 1, 80, 9 u. Sp.; καταλευσϑείς Her. 1, 167. – Nach Hesych. auch = zu Arbeiten in den Steinbrüchen verurtheilen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐπικαταπλευσάντων — ἐπί , κατά , ἀπό λεύω stone aor part act masc/neut gen pl ἐπί , κατά , ἀπό λεύω stone aor imperat act 3rd pl ἐπί καταπλέω aor part act masc/neut gen pl ἐπί καταπλέω aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιθολεύστης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λιθοβολίτης». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + λεύστης (< λεύω «λιθοβολώ»)] …   Dictionary of Greek

  • λιθόλευστος — λιθόλευστος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώθηκε με λιθοβολισμό («γίνονται λιθόλευστοι ὑπὸ τῶν ὄχλων κατά τινα χρησμὸν ἀρχαῑον», Διόδ.) 2. ο άξιος λιθοβολισμού 3. φρ. «λιθόλευστος Ἄρης», Σοφ. θάνατος που επέρχεται με λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”