κατα-λύω

κατα-λύω

κατα-λύω (s. λύω), auflösen; 1) vernichten, zerstören; ὃς δὴ πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα, Il. 2, 117. 9, 24; τείχη Eur. Troad. 819; πόλεως ἃν πυρὸς αἰϑομένα κατέλυσεν ὁρμά 1081; τὴν βασιληΐην Her. 1, 54; τὴν βουλήν 5, 72; τῶν πόλεων τά τε βουλευτήρια καὶ τὰς ἀρχάς Thuc. 2, 15; so öfter von Aufhebung der bestehenden Verfassung des Staates; ὁ δῆμος καταλύεται, die Demokratie wird aufgehoben, vernichtet, Andoc. 3, 1. 4; Dem. 13, 14 u. andere Redner oft; auch πλῆϑος, Lys. 13, 16; καταλύσεταί σου εὐϑὺς ἡ ἀρχή Xen. Cyr. 1, 6, 9, für das fut. pass.; auch in anderen Vrbdgn, καταλύειν πειράσεσϑε τοῦτον τῆς ἀρχῆς Cyr. 8, 5, 24, ihn der Herrschaft zu entsetzen, wie Her. sagt τῆς ἀρχῆς κατελύϑησαν, 1, 104; ὅπως ἄρξει τε ἀεὶ καὶ μὴ καταλυϑήσεται Plat. Legg. IV, 714 c; Pol. öfter, τὰς μοναρχίας, τοὺς νόμους, 2, 43, 8. 3, 8, 2; – γέφυραν, abbrechen, Hdn. 8, 4, 4. – 2) auseinander gehen lassen; στόλον Her. 7, 16, 2; στρατιάν Xen. Cyr. 6, 1, 15; pass., τῶν ἄλλων καταλελυμένων στρατηγῶν Her. 6, 43; πόλεμον, den Krieg beilegen, Thuc. 8, 58 u. öfter; auch absol., 5, 23; Ggstz von ἀνελέσϑαι, Xen. An. 5, 7, 27. Daher im med. sich aussöhnen, die Streitigkeiten beilegen, Thuc. 1, 81. 4, 16 u. öfter, wie καταλύσονται τῷ Πέρσῃ Her. 9, 11, vgl. 8, 140; aber auch καταλύεσϑαι τὸν πόλεμον, den Krieg unter einander beilegen, Andoc. 3, 17; vgl. Xen. Hell. 6, 3, 6. – Aehnl. λόγον, die Rede beendigen, Isocr. 12, 176, u. τὸν βίον, Xen. Apol. 7, wie Eur. Suppl. 1004 εἰς Ἅιδαν καταλύσουσ' ἔμμοχϑον βίοτον. – 3) losbinden, losspannen, καταλύσομεν ἵππους Od. 4, 28; Halt machen, um auszuruhen, einkehren, nach Moeris hellenistisch für κατάγεσϑαι; aber Thuc. sagt 1, 136 παρὰ Ἄδμητον καταλῦσαι u. Dem. πρέσβεις δεῦρ' ἀφικνούμενοι παρὰ σοὶ κατέλυον, 18, 82; vgl. Plat. Theaet. 142 c; öfter bei Sp. – 4) absol., aufhören, πύκτης ὢν κατέλυσε Lucill. 43 (XI, 161); so Dem. οὔπω ἔτη ἐστὶν ἑπτά, ἀφ' οὗ τὸ μὲν πλεῖν καταλέλυκα, ich habe das Fahren zur See eingestellt, damit aufgehört, 33, 4, vgl. 10, 73 u. Ath. XIII, 581 c; – φυλακήν, den Wachtposten aufgeben, ablösen, Ar. Vesp. 2, vgl. Plat. Legg. IV, 714 c; Arist. pol. 5, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημικατάλυτος — ἡμικατάλυτος, ον (Μ) αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κατά λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, ευ κατά λυτος] …   Dictionary of Greek

  • ευκατάλυτος — εὐκατάλυτος, ον (Α) αυτός που καταλύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατα λυτος (< κατα λύω), πρβλ. α κατά λυτος, δυσ κατά λυτος] …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • Altgriechisch — Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Altgriechische Sprache — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indoeuropäisch Altgriechi …   Deutsch Wikipedia

  • Griechische Grammatik — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • Klassisches Griechisch — Altgriechisch Zeitraum etwa 800 v. Chr.–300 v. Chr. (auch bis 600 n. Chr.) Ehemals gesprochen in (vorwiegend östlicher) Mittelmeerraum Linguistische Klassifikation Indo Europäisch Altgriechisch …   Deutsch Wikipedia

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

  • ιππόλυτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της αμαζόνας Αντιόπης ή Ιππολύτης, ήρωας που θεοποιήθηκε στην Τροιζήνα, όπου τον ανέθρεψε ο παππούς του Πιτθέας. Ζούσε λατρεύοντας την Άρτεμη και κυνηγώντας. Η Αφροδίτη όμως ζήλεψε και έκανε τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”